Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ


Σκοπός

Σκοπός του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. είναι η διεξαγωγή επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, η πειραματική ανάπτυξη και επίδειξη, η διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, ιδιαίτερα στους τομείς της μελέτης και προστασίας της υδρόσφαιρας, των οργανισμών της, των ορίων της με την ατμόσφαιρα, την ακτή και το βυθό, των φυσικών, χημικών, βιολογικών και γεωλογικών συνθηκών που επικρατούν και διέπουν τα παραπάνω συστήματα, με (α) παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών, (β) υποστήριξη στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την κοινωνία, την οικονομία, τον πολιτισμό, (γ) οικονομική τους εκμετάλλευση είτε από το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. ή και τους εργαζόμενους σ’ αυτό ή και από τρίτους.
 
Για την επίτευξη των σκοπών του, το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.:


 Σχεδιάζει και εκτελεί ερευνητικά και τεχνολογικά προγράμματα, έργα και εκπονεί μελέτες με ανάλογο αντικείμενο.
 Προωθεί την ανάπτυξη σχέσεων και συνεργασιών με διεθνείς οργανισμούς, ΑΕΙ και συναφή Ερευνητικά Ιδρύματα της ημεδαπής και αλλοδαπής καθώς και νομικά και φυσικά πρόσωπα.
 Ειδικεύει επιστήμονες στους πιο πάνω τομείς.
 Συμβάλλει στην εκπαίδευση, κατάρτιση και ευαισθητοποίηση του κοινού.
 Παρέχει επιστημονικές και τεχνολογικές πληροφορίες διαθέτοντας την κατάλληλη ηλεκτρονική διασύνδεση.
 Παράγει προϊόντα και παρέχει υπηρεσίες σχετικά με τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα.
 Εκπροσωπεί τη χώρα σε διεθνείς οργανισμούς με συναφείς δραστηριότητες.

Ιστορία

Το ενδιαφέρον για τη θάλασσα ανιχνεύεται στην Ελλάδα από τους Μινωικούς Χρόνους. Οι τοιχογραφίες της Κνωσού και της Σαντορίνης, οι διδασκαλίες των Ιώνων φιλοσόφων και τα κείμενα του Αριστοτέλη, μαρτυρούν το ενδιαφέρον αυτό, το οποίο συνεχίζεται από τότε μέχρι σήμερα.


 Το 1912 η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στη διερεύνηση της δημιουργίας ενός Ινστιτούτου, προσκαλώντας ως σύμβουλο τον Ιταλό καθηγητή D. Vinciguerra, πρότεινε τη δημιουργία ενός Θαλάσσιου Υδροβιολογικού Σταθμού ο οποίος ιδρύθηκε το 1914. Ο Θαλάσσιος Υδροβιολογικός Σταθμός, που είχε έδρα το Παλαιό Φάληρο, ξεκίνησε το 1915 μελέτες αλιείας και θαλάσσιας βιολογίας. Ο σταθμός αυτός μετονομάστηκε σε Εργαστήριο Αλιευτικών Ερευνών το 1948 και τέθηκε υπό την Εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας.

 Μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα το 1945, ιδρύθηκε το Ελληνικό Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Αθηνών, με έδρα τον Πειραιά, στο οποίο ενσωματώθηκε το 1947 ο Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου, που είχε ιδρυθεί από τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της κατοχής των Δωδεκανήσων (Reale Instituto di Ricerche Biologiche). Συγχρόνως ένα μικρό σκάφος με το όνομα “ΓΛΑΥΚΗ”, μετασκευάστηκε σε ερευνητικό και πραγματοποίησε το 1946 τους τρεις πρώτους ελληνικούς ωκεανογραφικούς πλόες. Το “ΓΛΑΥΚΗ” αντικαταστάθηκε το 1948 από το ερευνητικό σκάφος “ΑΛΚΥΟΝΗ".

Το 1965 το Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Αθηνών, μαζί με το Εργαστήριο Αλιευτικών Ερευνών ενώθηκαν στο νεοσυσταθέν Ινστιτούτο Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών (Ι.ΩΚ.Α.Ε.), που άρχισε να λειτουργεί από το 1970. Το 1985 με το νόμο 1514 της Έρευνας ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.), που αποτέλεσε τη μετεξέλιξη του Ι.ΩΚ.Α.Ε. και ήταν ΝΠΔΔ εποπτευόμενο από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας, του μετέπειτα Υπουργείου Ανάπτυξης.

 Το 1985 ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Χαλκίδας και το ωκεανογραφικό σκάφος “ΑΙΓΑΙΟ”. Το Ε.Κ.Θ.Ε. αποτέλεσε τον κύριο ερευνητικό φορέα θαλάσσιων επιστημών στην Ελλάδα. Το 1987 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.) με έδρα το Ηράκλειο. Το Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ. αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς και με το ερευνητικό σκάφος “ΦΙΛΙΑ” έπαιξε τα τελευταία χρόνια σημαντικό ρόλο στους τομείς της θαλάσσιας βιολογίας, της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών. Τέλος, με το Νόμο 2919/25.6.2001 «Σύνδεση Έρευνας και Τεχνολογίας με την παραγωγή» αποφασίστηκε η ίδρυση ΝΠΔΔ με την επωνυμία Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), με την ενοποίηση του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.) και του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.).

 Το Δεκέμβριο του 2005 άνοιξε το Cretaquarium στο Ηράκλειο Κρήτης, αποτελώντας ένα από τα μεγαλύτερα ενυδρεία στην Ευρώπη και προσφέροντας μια καταπληκτική θέα στον υποθαλάσσιο κόσμο της Μεσογείου θάλασσας.

Ερευνητικά Ινστιτούτα

Ωκεανογραφίας

Αναπληρωτής Διευθυντής Δρ. Ευάγγελος Παπαθανασίου
 Ιστορία
Οι πρώτες ωκεανογραφικές έρευνες στην Ελλάδα χρονολογούνται στο τέλος της δεκαετίας του 1930 αλλά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αφορούσαν κυρίως έρευνες στο παράκτιο περιβάλλον. Το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας ιδρύθηκε το 1985 και αποτέλεσε το μεγαλύτερο από τα ινστιτούτα του τοτε Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΚΘΕ) – σημερινού Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Στη δεκαετία του 1990 το Ινστιτούτο αναπτύχθηκε με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς. Η ανάπτυξη συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα και προγράμματα εθνικής χρηματοδότησης, και περιλαμβάνει αφενός επέκταση των ερευνητικών και άλλων δραστηριοτήτων, αφετέρου αύξηση του ερευνητικού/επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας αποτελεί σήμερα έναν από τους κυριότερους και πλέον αξιόπιστους φορείς θαλάσσιας έρευνας του ευρωπαϊκού χώρου και έχει ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σκοπός
Οι ωκεανοί και οι θάλασσες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα. Τα θαλάσσια ρεύματα μεταφέρουν θερμότητα, η οποία επιδρά στην ατμοσφαιρική κυκλοφορία και σε συνδυασμό με τις θαλάσσιες βιογεωχημικές διεργασίες επηρεάζει τις συγκεντρώσεις CO2. Κάτω από τον πυθμένα των ωκεανών και των θαλασσών τεράστιες ενδογενείς δυνάμεις οδηγούν τις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών και τεμαχών και προκαλούν γεωλογικά φαινόμενα που επιδρούν άμεσα ή έμμεσα στις ανθρώπινες κοινότητες.
Στα πλαίσια του παραπάνω σκεπτικού, το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας έχει ως βασικό στόχο τη συστηματική και πολυθεματική διερεύνηση, κατανόηση και παρακολούθηση των φυσικών, χημικών, βιολογικών και γεωλογικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα και διαμορφώνουν το θαλάσσιο περιβάλλον και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, την αλληλεπίδραση ωκεανού – ατμόσφαιρας και ωκεανού – στερεού φλοιού και τη δυναμική του στερεού φλοιού.

Ερευνητικός Προσανατολισμός
Το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που πραγματοποιεί πολυθεματική, φυσική, χημική, βιολογική και γεωλογική θαλάσσια και παράκτια έρευνα. Στις ερευνητικές δραστηριότητες συγκαταλέγονται εργασίες πεδίου, πειράματα πεδίου εργαστηριακά πειράματα και εργαστηριακές αναλύσεις που αποσκοπούν στη μελέτη των χαρακτηριστικών και των διεργασιών στο θαλάσσιο περιβάλλον, στον ωκεάνιο πυθμένα, στο υπόστρωμα του πυθμένα και το στερεό φλοιό, στην ατμόσφαιρα και την παράκτια χέρσο.
Ως εκ τούτου, το Ινστιτούτο διενεργεί έρευνες και συλλέγει δεδομένα και πληροφορίες που αφορούν όλες σχεδόν τις πτυχές του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος και με την πρόοδο και εξέλιξη των ερευνητικών εργασιών έχει υιοθετήσει έναν πολυκλαδικό τρόπο προσέγγισης των ερευνητικών αντικειμένων.

Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων

Διευθυντής Δρ. Κώστας Παπακωνσταντίνου
Ιστορία
Το 1985 (Νόμος 1514/85) το Αλιευτικό Εργαστήριο και το αντίστοιχο των Υδατοκαλλιεργειών του ΙΩΚΑΕ δημιούργησαν ένα από τα τρία Ινστιτούτα του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΚΘΕ), το οποίο ονομάστηκε Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων, με αντικείμενο την αλιευτική και υδατοκαλλιεργητική έρευνα που τότε είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ελλάδα. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης (Προεδρικό Διάταγμα 331/1987) ένα άλλο ερευνητικό ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (ΙΘΑΒΙΚ) το οποίο μεταξύ των ερευνητικών του στόχων περιελάμβανε αλιευτική και υδατοκαλλιεργητική έρευνα.
Το ΕΚΘΕ και το ΙΘΑΒΙΚ συνενώθηκαν (Νόμος 2919/2001, Προεδρικό Διάταγμα 164/2003) και δημιούργησαν το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) το οποίο αποτελείται από πέντε Ινστιτούτα, ένα από τα οποία, το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων ασχολείται αποκλειστικά με την αλιεία και προέρχεται από τους τομείς της Αλιευτικής Έρευνας του ΙΘΑΒΙΚ και του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων του ΕΚΘΕ.
H έδρα του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων του ΕΛΚΕΘΕ βρίσκεται στην Ανάβυσσο – Αττική, ενώ τα εργαστήρια και γραφεία στον Άγιο Κοσμά (Αθήνα) και το Ηράκλειο Κρήτης.

Σκοπός
Ο κύριος σκοπός του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων είναι να προάγει την επιστημονική έρευνα και πληροφόρηση που είναι απαραίτητη για την ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων και της παράκτιας ζώνης όπου αναπτύσσεται η αλιεία, ενισχύοντας την εθνική και κοινοτική πολιτική.

 Στρατηγικές Ανάπτυξης
Οι στρατηγικές ανάπτυξης του Ινστιτούτου βασίζονται στους παρακάτω άξονες:
Να διεξάγει έρευνες στις ελληνικές θάλασσες που στοχεύουν στη διαχείριση των αλιευτικών πόρων και της παράκτιας ζώνης.
Να σχεδιάζουν και να προωθούν προγράμματα τεχνικής βοήθειας, εκπαίδευσης και διάχυσης της γνώσης/εμπειρίας σε τρίτες χώρες και περιοχές της Μεσογείου.
Να ενισχύουν την προσπάθεια διεθνών οργανισμών για τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων και της παράκτιας ζώνης. Να ενισχύει τη συνεργασία με άλλα Ινστιτούτα της χώρας ή άλλα εργαστήρια του ΕΛΚΕΘΕ με στόχο την ανάπτυξη της πολυθεματικής έρευνας στο χώρο.

Υδατοκαλλιεργειών

Διευθυντής Δρ. Pascal Divanach
 Σκοπός
Η πραγματοποίηση πρωτότυπης έρευνας, η ανάπτυξη και η μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας και η επιμόρφωση νέου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα των υδατοκαλλιεργειών.

Ερευνητικός Προσανατολισμός
Η ερευνητική προσπάθεια του Ινστιτούτου εστιάζεται αφενός στη μελέτη της βιολογίας των ειδών και αφετέρου στις τεχνολογίες και στις τεχνικές της εκτροφής τους. Συγκεκριμένα, η υλοποίηση των ερευνητικών στόχων του Ινστιτούτου περιλαμβάνει και προϋποθέτει: Βασική έρευνα εστιασμένη στον προσδιορισμό, την κατανόηση και τον έλεγχο των βιολογικών μηχανισμών που εμπλέκονται στη διαδικασία εκτροφής των ήδη εκτρεφόμενων ή δυνάμενων να εκτραφούν υδρόβιων οργανισμών, (φυσιολογία, παθολογία, ηθολογία, αναπτυξιακή βιολογία, ανοσολογία, μεταβολισμός, κλπ.).

Εφαρμοσμένη Έρευνα
Η ανάπτυξη αξιόπιστων συστημάτων παραγωγής είναι προϋπόθεση για μία ανταγωνιστική βιομηχανία. Επομένως η ερευνητική κατεύθυνση του Ινστιτούτου για τη μετατροπή της συσσωρευμένης γνώσης σε εφαρμόσιμη τεχνολογία είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον ιδιωτικό τομέα. Η κατεύθυνση αυτή σχετίζεται με έργα που αφορούν τις τεχνολογικές βάσεις της υδατοκαλλιέργειας. Η περισσότερη δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση στοχεύει στην ανάπτυξη-βελτίωση τεχνικών εκκολαπτηρίου αλλά και κατάλληλων εργαλείων για το σωστό τάισμα και γενικότερα τη διαχείριση των πληθυσμών με αυτοματοποιημένα συστήματα. Επιπρόσθετα, η εισαγωγή νέων ειδών απαιτεί την ανάπτυξη υποδομών και μεθοδολογιών που προσαρμόζονται στο περιβάλλον και στις ειδο-ειδικές ανάγκες των ψαριών (όπως υποβρύχιοι ιχθυοκλωβοί, συνθήκες αυτόνομης λειτουργίας, κλπ).
Η εισαγωγή των κατάλληλων μεθοδολογιών σε όλα τα στάδια της παραγωγής είναι πολύ σημαντική παράμετρος για τη βιομηχανία, η οποία για να είναι βιώσιμη χρειάζεται να εφαρμόζει καινοτομίες σε νέα προϊόντα και μεθοδολογίες. Η ημιεντατική τεχνική νυμφικής εκτροφής (Μεσόκοσμος) είναι υψηλής προτεραιότητας για το Ινστιτούτο καθώς είναι ιδανική για την εκτροφή νέων ειδών και γιατί προσαρμόζεται ιδανικά στις γεωγραφικές αλλά και στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Μεσογείου και των ΜΜΕ. Η αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και η ανάπτυξη έξυπνων συστημάτων που εξομοιώνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα διασφαλίζει καλύτερη διαχείριση των πληθυσμών συμπιέζοντας το κόστος παραγωγής και μειώνοντας τις απώλειες λόγω ανθρώπινου λάθους. Η εφαρμοσμένη έρευνα στο Ινστιτούτο Υδατοκαλλιεργειών σχετίζεται επίσης με τη βελτίωση της ασφάλειας των προϊόντων Υδατοκαλλιέργειας, της ευζωίας των ψαριών και την ελαχιστοποίησης επιβάρυνσης του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, η ολοκληρωμένη γνώση της φαρμακοκινητικής των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται δίνει τη δυνατότητα σχεδιασμού αποτελεσματικών θεραπειών πιο οικονομικών και πιο φιλικών προς το περιβάλλον (Δρ. Ρήγος Γεώργιος). Η χρησιμοποίηση βιοδεικτών μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη αξιολόγηση και παρακολούθηση του επιπέδου υγείας και ευζωίας των ψαριών (Δρ. Κώτου Έφη).Σχετικά με τις εφαρμογές στην ποιότητα των ψαριών, αυτές περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ψαριών και τη συχέτιση αυτών με τις διάφορες πρακτικές που εφαρμόζονται, στην εκτροφή ευρύτερα και στη διατροφή ειδικότερα. Επίσης η έρευνα γύρω από τη φρεσκότητα των αλιευμάτων, η εύρεση αξιόπιστων δεικτών και τεχνικών για την αξιολόγηση της φρεσκότητας και η βελτίωση της διάρκειας ζωής του τροφίμου επίσης περιλαμβάνονται στην εφαρμοσμένη έρευνα (Δρ. Γρηγοράκης Κρίτων). Όσον αφορά την αντιμετώπιση ασθενειών, η γρήγορη και ορθή διάγνωση προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα, το κόστος και τη μείωση πιθανότητας δημιουργίας ανθεκτικότητας (Γιαγνίση Μαρία).

Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής

Διευθυντής Δρ. Aντώνης Μαγουλάς
 Ιστορία
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ.) είναι ένα από τα πέντε Ινστιτούτα του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), το οποίο ιδρύθηκε ως νέος ερευνητικός οργανισμός το 2001 (Νόμος 2919/01), με τη συνένωση του πρώην Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας της Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.), που ιδρύθηκε το 1987, και του πρώην Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιας Έρευνας (Ε.Κ.Θ.Ε.). Η ενοποίηση τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιούνιο του 2003, με το ΠΔ 164/03, το οποίο καθόρισε θέματα της οργάνωσης του νέου φορέα.
Με αυστηρά νομικούς όρους, το Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ είναι ένα νέο ίδρυμα, αφού σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία, απέκτησε αυτούσια νομική υπόσταση, όταν επικυρώθηκε επίσημα η θέση του εκλεγμένου διευθυντή του, το Μάρτιο του 2005.

Στοιχεία Αριστείας (Σημαντικότερα Γεγονότα)
Το Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ. εκτλέσε το μοναδικό εθνικό πρόγραμμα Αριστεία στη Θαλάσσια Βιοποικιλότητα.
Συμμετέχει και στα δύο Ευρωπαϊκά Δίκτυα Αριστείας που σχετίζονται με τον επιστημονικό του κλάδο: 1) MARBEF (Marine Biodiversity and Ecosystem Functioning), 2) MGE (Marine Genomics Europe).
 Το ερευνητικό πρόγραμμα του Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ. BRIDGEMAP προετοίμασε το έδαφος για την υιοθέτηση της τσιπούρας (Sparus aurata) ως οργανισμού-μοντέλο για τη γονιδιωματική έρευνα. Το είδος αυτό θεωρείται πλέον ως ένα από τα καλύτερα μελετημένα θαλάσσια είδη στη γονιδιωματική έρευνα.
 Το 2005 το Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ. αξιολογήθηκε από διεθνή επιτροπή ειδικών, στα πλαίσια του προγράμματος τακτικής αξιολόγησης της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), η οποία αποτελεί την εποπτεύουσα αρχή για το Ινστιτούτο. Στην αναφορά της επιτροπής τονίζεται ότι το Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ. είναι ένα ινστιτούτο πολύ υψηλού επιπέδου και αξιολογείται μεταξύ των καλύτερων στην Ευρώπη.

Σκοπός
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 164/03, το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Γ.) έχει ως επιστημονικό αντικείμενο την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, που αναφέρεται κυρίως στη βιοποικιλότητα, τη δομή και τη δυναμική του οικοσυστήματος, τη διαχείριση των οικοσυστημάτων, τη γενετική των θαλάσσιων οργανισμών, την αναζήτηση νέων ή βελτιωμένων προϊόντων και οργανισμών, καθώς και την πιστοποίηση της γνησιότητας και προέλευσης των οργανισμών και προϊόντων τους.

Ερευνητικός Προσανατολισμός
Το Ινστιτούτο έχει ως αντικείμενο την έρευνα της ποικιλομορφίας της θαλάσσιας ζωής σε όλα τα επίπεδα βιολογικής οργάνωσης, καθώς επίσης και τις αλληλεπιδράσεις με το θαλάσσιο περιβάλλον. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ποικιλομορφία της θαλάσσιας ζωής αναλύεται σε όλα τα επίπεδα βιολογικής οργάνωσης, από το γονίδιο στο οικοσύστημα. Η έρευνα κατευθύνεται προς τις μελέτες της δομής πληθυσμών των φυσικών και καλλιεργούμενων αποθεμάτων, τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, τις αλλαγές που προκαλούνται από φυσικούς ή ανθρωπογενείς παράγοντες, τη βιο-συντήρηση, κλπ. Αυτές οι μελέτες είναι επίσης σχετικές με τον εφαρμοσμένο τομέα: προστασία του περιβάλλοντος, διαχείριση παράκτιας ζώνης, γενετική βελτίωση στην υδατοκαλλιέργεια, κλπ.

Εσωτερικών Υδάτων

Διευθυντής Δρ. Αριστείδης Διαπούλης
Ιστορικό
Το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων (ΙΕΥ) είναι ένα από τα πέντε Ινστιτούτα του προσφάτως συσταθέντος Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.) Η δομή και λειτουργία του περιγράφονται στο νομοσχέδιο σύστασης του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (1514/85). Η ίδρυση του όμως χρονολογείται από το 1994.

Σκοπός
Σκοπός του Ινστιτούτου είναι η παραγωγή γνώσης και η συμβολή στην έρευνα και στην επίλυση προβλημάτων που αφορούν στην αξιοποίηση και προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος, η διασύνδεση των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής με την κοινωνία και η διάχυση τους στο ευρύ κοινό, καθώς και η συμβολή ευρύτερα στην βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Ερευνητικός προσανατολισμός
Κύριος ερευνητικός στόχος του ΙΕΥ είναι η διεξαγωγή περιβαλλοντικής έρευνας στους εσωτερικούς υδάτινους πόρους της χώρας. Ως τέτοια ορίζονται όλα τα φυσικά, τεχνητά ή βαρέως τροποιημένα επιφανειακά και υπόγεια υδάτινα συστήματα.

Προγράμματα
Το ΙΕΥ συμμετέχει είτε ως φορέας συντονισμού είτε ως εταίρος σε προγράμματα περιβαλλοντικής έρευνας της Ε.Ε., συμβάλλοντας ενεργά στον συντονισμό τεχνικών και μεθοδολογιών, σε ότι αφορά την εφαρμογή των ευρωπαικών περιβαλλοντικών πολιτικών.


Σύστημα Ποσειδών: Σύστημα παρακολούθησης, πρόγνωσης και πληροφόρησης για την κατάσταση των ελληνικών θαλασσών:

ΕΚΘΕ: Χλωρίδα και πανίδα των θαλασσών
 http://kkeram1441.files.wordpress.com/2009/06/ceb5cebaceb8ceb5.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου