Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



Η θάλασσα στη διηγηματογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η θάλασσα είχε κυρίαρχη θέση στη ζωή των τω Σκιαθιτών. Ήταν πηγή ζωής για τους ψαράδες του μικρού νησιού. Σα μάνα τους έδινε γενναιόδωρα τον πλούτο της και αυτοί σε ανταπόδοση της πρόσφεραν την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους.
Το νησί όμως είχε και πολλούς Καπεταναίους Καραβοκύρηδες που όργωναν το Αιγαίο και τη Μεσόγειο με τα εμπορικά ιστιοφόρα πλοία τους. Και τα πληρώματα των πλοίων ήταν έμπειροι ναυτικοί από το νησί που γνώριζαν να κουμαντάρουν τα πλοία και να δαμάζουν τα φουρτουνιασμένα κύματα.
Κάθε Σκιαθίτης από μικρός ζούσε κοντά στη θάλασσα. Τα μικρά παιδιά την απολάμβαναν κολυμπώντας ή παίζοντας θαλασσινά παιχνίδια. Οι έφηβοι ζούσαν τους πρώτους αγνούς εφηβικούς έρωτες κοντά της, μαγεμένοι από την ομορφιά της.
Η θάλασσα όμως έκρυβε και πολλά μυστικά και μυστήρια που η αγνή και απλοϊκή ψυχή του Σκιαθίτη τα έβλεπε με δέος. Έτσι γεννήθηκαν οι θαλασσινοί θρύλοι που τους ήξεραν τα σοφά γραΐδια και τους διηγούνταν στους νεότερους.


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Το κάστρο της Σκιάθου κατασκευάστηκε για να προστατεύει την πόλη της Σκιάθου από τους πειρατές κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η Μεσαιωνική πόλη κατοικήθηκε από τα μέσα του ΙΔ’ αιώνα μέχρι την Απελευθέρωση το 1829. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ένιωθε μεγάλη αγάπη για το Κάστρο, γι΄ αυτό και 12 τουλάχιστον διηγήματα αναφέρονται σε αυτό. Ο Παπαδιαμάντης γνώρισε το κάστρο ερειπωμένο, και η περιγραφή της ζωής των ανθρώπων σε αυτό προερχόταν από τις διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων της νέας πόλης. Στα διηγήματα του τα ονομαζόμενα «Καστρινά», η κοινωνία των ανθρώπων που ζούσε στην Καστρινή πολιτεία διασώζει αγιότητα, τιμιότητα, εργατικότητα, καλοσύνη. Αντίθετα στα διηγήματά του που περιγράφουν τη ζωή των ανθρώπων στην παραθαλάσσια νέα πόλη, έχουν αρχίσει να υπάρχουν καταστάσεις απάνθρωπες και με έλλειμμα αξιών.
Από τα Καστρινά διηγήματα ξεχωρίσαμε:

1. Το αγνάντεμα
2. Στο Χριστό στο Κάστρο

ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ

Στο διήγημα «Το αγνάντεμα» παρουσιάζεται η ζωή των ναυτικών της Σκιάθου και των οικογενειών τους. Οι ναυτικοί τους χειμερινούς μήνες αράζουν τα πλοία τους στο λιμάνι και ξεκουράζονται κοντά στις οικογένειες τους. Όταν έρθει η Άνοιξη, μετά τις Απόκριες, φεύγουν για να οργώσουν το Αιγαίο και τη Μεσόγειο με τα εμπορικά ιστιοφόρα πλοία τους: σκούνες, βρατσέρες, βρίκια, γολέτες.

«Ως τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν. Ιδού το βρίκι του καπετάν Λιμπέριου του Λιμνιού• είχε σηκωθή στα πανιά αργά την νύκτα• με το απόγειο της νυκτός ηύρε το ρέμα και απεμακρύνθη κ' εχώνεψε. Κατευόδιο καλό. Η προσευχή των μικρών παιδιών του ας είναι ως πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του καραβιού σας... στο καλό, στο καλό!
Ιδού το καράβι του καπετάν Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα, καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δύο, αυτό κι ο πλοίαρχός του, πάνε να μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια. Στο καλό, πουλί μου, στο καλό.
Ιδού και η γολέτα του καπετάν Μανώλη του Χατζηχάνου... Η ψυχή μου, η πνοή μου να είναι πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πινά σου. Σύρε, πουλί μου, στο καλό, και στην καλή την ώρα! Στο καλό!»
Να κ' η σκούνα του καπετάν Αποστόλη του Βιδελνή, καινούργιο σκαρί, η τετάρτη ή πέμπτη, την οποία κατορθώνει εντός δεκαετίας να σκαρώση, μ' όλην της τύχης την καταδρομήν. Έπεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλά το απόγειο κι άργησε. Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που πηδούν εμπρός κι οπίσω στην κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου! (Η) Παναγιά μπροστά σας! Στο καλό, στο καλό!»






















Όλες οι γυναίκες, μάνες, αδελφές, γυναίκες, κόρες των ναυτικών αγναντεύουν τα πλοία των δικών τους από το βράχο όπου βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Εκεί ανάβουν ευλαβικά το κεράκι τους και παρακαλούν την Παναγία να ευλογεί και να προστατεύει τους αγαπημένους τους:
«Τον άλλον καιρόν ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν' ανάψουν τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψιλοκεντημένες, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν δια τ' αδελφάκια των που εθαλασσοπνίγοντο δι' αυτάς, δια να τις φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. "Πάντα νά'ρχωνται, πάντα να φέρνουν"». Βοϊδάκια λογικά, που ώργωναν αντί της ξηράς την θάλασσαν• φρόνιμα όπως τα δύο εκείνα τέκνα της ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο δια να καθίσουν και αγναντέψουν».


ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ «ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ»

Ο καπετάν Στεφανής ο Μπέρκας. Τολμηρός και έμπειρος ναυτικός. Ανταποκρίνεται χωρίς δισταγμό στο αίτημα του παπα-Φραγκούλη να μεταφέρουν με τη μικρή βάρκα του εφόδια στους ξυλοκόπους που είχαν αποκλειστεί στο Κάστρο.

«Βῆμα ἠκούσθη εἰς τὸν πρόδομον. Ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μπέρκας, ὑψηλός, στιβαρός, σχεδὸν ἑξηκοντούτης, μὲ παχὺν φαιὸν μύστακα, μὲ σκληρὸν καὶ ἠλιοκαὲς δέρμα, φορῶν πλατὺν κοῦκκον καὶ καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, μὲ τὸ ζωνάρι κόκκινον, δυὸ πιθαμὲς πλατύ».

Στα επόμενα αποσπάσματα φαίνεται και η Σκιαθίτικη διάλεκτος την οποία χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης στους διαλόγους των απλών χωρικών για να παρουσιάσει με παραστατικότητα το ήθος και την ιδιοσυγκρασία τους.

«Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἱερέως, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῆ πλέον τοῦ δευτερολέπτου, μὲ τὴν χονδρήν, ταχεῖαν κι ἐμπερδεμένην προφοράν του, ἀνέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ἀκοῦς, ἀκοῦς! Στὸ Κάστρο; μετὰ χαρᾶς! Ὄρεξη νὰ ᾿χης, ὄρεξη νὰ ᾿χης, παπά!»
«Νὰ ἄνθρωπος!» εἶπεν ὁ παπάς. «Ἔτσι σὲ θέλω, Στεφανή! Τί λές, εἶναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντὶπ καταντίπ, καθόλ᾿! Ἐγώ σας παίρνω ἀπάνου μ᾿, παπά. Μοναχὰ πὼς μπορεῖ νὰ κρυώσετε, τίποτε ἄλλο. Θὰ ᾿ρθῆ κι ἡ παπαδιά, θὰ ᾿ρθῆ κι ἄλλος κόσμος, πολὺς κόσμος; Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νομάτοι, κι σαράντα νομάτοι, κι μ᾿ ούλες τὶς κουμπάνιες σᾶς, μὲ τὰ σέγια σας, μὲ τὰ πράματά σας. Κι ἡ φουρτοῦνα τώρα, κατάλαβες, ὅσο πάει κι πέφτ᾿. Ταχιὰ θὰ ᾿χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Ὅλο κι καλωσ᾿νεύει, νά, τώρα καλωσύνεψε!»


ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Εμπειρίες και τόλμη των ναυτικών
Από το διήγημα « Στο Χριστό στο Κάστρο»

«Ήδη ὁ ήλιος, επιφανεὶς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ὁ ήλιος εχαμήλωνε, εχαμήλωνε. Και ἡ βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρὰ όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμὴν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ὁ ιερεὺς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ὁ μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μὴ δυνάμενος επὶ παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσα κι έπνιγε μέσα του, ὑποτονθορύζων: «Σκύλιασε ὁ διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετη σου, μέσα!» Κι ἡ θειὰ το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελάμβανεν: «Έλα, κ᾿στὲ μ᾿! Βοήθα, Παναΐα μ᾿!» Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρὰ του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των ἐπιβατών. Και ὁ ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και ἡ βαρκούλα εκινδύνευε ν᾿ αφανισθή. Και η απορρώξ βραχώδης ακτὴ εφαίνετο διαφιλονικούσα την λείαν προς τον βυθὸν της θαλάσσης».
***
«Τέλος, ήρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Ἐνύκτωσεν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν θὰ ἐβλεπον ἀντίκρυ τὸ Κάστρον, οὗ ἀπεῖχον τώρα δυὸ ἀκόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα πρὸς ἀνατολάς ἠμπόδιζον νὰ φανῆ τὸ παρήγορον φέγγος τῆς σελήνης. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος, ἀντὶ νὰ πέση, ἐδυνάμωνε καὶ ἀγρίευε καὶ ἐθέριευε, καὶ ὁ πλοῦς κατέστη ἀδύνατός του λοιποῦ. Δὲν έβλεπον πλέον οὔτε ἐμπρὸς οὔτε δεξιὰ τίποτε, εἰμή δυὸ όγκους φαιούς, ἀμαυρούς. Εὐτυχῶς, ὁ μπαρμπα-Στεφανής ἐγνώριζε καλὰ τὸ μέρος.
«Ἐδῶ, ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα λιμανάκι, παπά, κατ᾿ ἀπ᾿ τὸ Πρυΐ, ἀποκατ᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Ἀναστασία, στὰ Μποστάνια».
«Θυμᾶσαι καλά, Στεφανή;»
«Ὅπως ξερ᾿ς ἡ ἁγιωσύνη σ᾿ τὰ γράμματα τσ᾿ ἐκκλησιᾶς ἀπ᾿ ὀξου, παπά, ἔτσι κι ἐγὼ τὰ ξέρω ἀπ᾿ ὀξου ὅλα τὰ λιμανάκια, τοὺς κάβους, κι τ᾿ς ἀμμουδιές, ὅλες τὶς ξέρες κι τὰ γκρίφια κι τὰ θαλάμια».
Καὶ προσήγγισαν μὲ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα καὶ βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι».

Από το διήγημα «Έρως – Ήρως»

1. Ο Γιώργης ο Μπούρμπας (ψαράς)
2. Ο Καπετάν Σιγουράντσας

«Ο Σιγουράντσας είχε κάμει πολλά ταξίδια, και πριν περάσει στα χαρτιά κυβερνήτης με τη φελούκαν αυτή. Είχε φάγει την θάλασσαν με την φούχταν. Απέκτησε δύο ή τρείς βρατσέρας ιδικάς του, έπεσεν έξω ή εβούλιαξεν και με τις τρείς, και τώρα ήτο μόνον δια ‘τα χαρτιά’ καραβοκύρης. Η βάρκα αυτή,η Ελεούσα, όπως την ωνόμαζαν, ήτο κτήμα του Γιώργη του Μπούρμπα. Την είχεν αποκτήσει με τους κόπους του, όχι από κληρονομίαν, ούτε από στραβού διαβόλου, ούτε από κελεπούρι. Μικρός-μικρός, από τότε που εγύριζε ξυπόλυτος μ’ ένα βρακί αιωνίως ανασηκωμένον ως τα γόνατα, μ’ ένα υποκάμισον έως τους αγκώνας ανασκουμπωμένον, κρατών μικρόν γάνζτον με καλαμιάν, τον οποίον παρολίγον θα εχρειάζετο να μαθη ο ίδιος την γύφτικην τέχνην δια να τον κατασκευάση αφού επί εβδομάδας και μήνας επαρακαλούσεν τον Γιαλανδρίτσαν, τον γύφτον του ναυπηγείου, να του τον φτιάση, προσφέρων αυτός τον σίδερον, τον οποίον είχε κλέψει από τον πεσμένον έξω σκελετόν μιας σκούνας, και δεν τον έπειθε,τέλος, μετά πολλά, μίαν Κυριακήν πρωί, επέτυχε να τον εύρη ξεμέθυστον, και τον εκατάφερε να σφυρηλατήση το σίδερον, αναλαβών αυτός να δουλεύη τας φύσας, και ούτω ηξιώθη ν' αποκτήση γάντζον• από τότε, λέγω, που εγύριζε με τον γάντζον του από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρών και βουβώνων, κυνηγών τα οχταπόδια, εβγάζων κοχύλια και σκουλήκια διά δολώματα, πηγαίνων ως μούτσος με όλες τες βάρκες και τες ψαροπούλες, από τότε είχεν αρχίσει να πιάνη λεπτά. Και εικοσαετής ήδη είχεν αποκτήσει την βάρκαν αυτήν με τον ιδρώτα του».

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ

Από τα κείμενα : «Στο Χριστό στο Κάστρο»
«Έρως – Ήρως»
«Το αγνάντεμα»

ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ
Γραίγος : Βορειοανατολικός
Λεβάντες : Ισχυρός ανατολικός
Πουνέντες : Δυτικός
Μαΐστρος : Βορειοδυτικός
Τραμουντάνα : Βόρειος
Σιρόκος : Νοτιοανατολικός
Όστρια : Νότιος

ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Να είστε αλέστα = να είστε έτοιμοι
Ασένιο = έτοιμος
Γκρίφια = αιχμηρές προεξοχές βράχων
Διαναστάει η βάρκα = μπορεί να προσεγγίσει η βάρκα στην ακρογιαλιά
Δούλευέ τα = τράβα γερά τα κουπιά
Θαλασσώνω = μπαίνω στη θάλασσα ως τα γόνατα
Κιαμέτ = μεγάλη τρικυμία
Μπαρούμα = σχοινί της βάρκας
Μπουντέρνω = κάμπτω το ακρωτήριο
Ο κόρφος μπουκάρει = ο άνεμος του κόλπου δυναμώνει
Τον εξούριασε = ο άνεμος παρέσυρε το πλοίο
Τα πινά = κεραίες τοποθετημένες καθέτως προς τους ιστούς
Σαγανίδι = ελαφρύς και αδύνατος άνεμος
Σοφράν (ιταλικό sopra vento) = ΒΑ σημείο εκτεθειμένο στον άνεμο
Σταβέτ (ιταλικό sotto vento) = ΝΔ σημείο προστατευμένο από τον άνεμο, υπήνεμο
Φρεσκάρει = ο άνεμος δυναμώνει
Πίρος της βάρκας = μικρή σφήνα η οποία κλείνει οπή στην καρίνα της βάρκας

Η περιγραφή του Κάστρου

«Τὸ φρούριον τοῦτο, ὅπερ ἀλλαχοῦ περιεγράψαμεν, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος, φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ έδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ λάροι ἠριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονικούντες ποὺ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποὺ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ Καικίου καὶ τοῦ Αργέστου, ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀνάμεσον τῆς Χαλκιδικής, τοῦ Θερμαϊκού, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου μεμονωμένος ὑψιτενής βράχος, ἐφ᾿ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἰχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βαρβάρων, ἐγκαταλιπόντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη».

Η περιγραφή του ναού της Χριστού γεννήσεως
(κείμενο: «Στο Χριστό στο Κάστρο»)

« …Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ όχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδεία τοῦ φθάσαντες εἰσήλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία τῶν ἠσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾿ ἐνδομύχου συγκινήσεως τὸ «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκον σου», κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾿στὰνα της τὴν βρεγμένην κι ἐφόρεσεν ἄλλην, στεγνήν, καὶ τὸ γ᾿νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἰχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἠρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἠναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δυὸ μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σῳζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῇς, κι ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σῳζόμενον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.
Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἠστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κι ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης Βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ Θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναί παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τὶς ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»!
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλαιος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾿ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικών ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν».


Η αγάπη την νέων για τη θάλασσα
Από το «Όνειρο στο κύμα»

«Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
* * *
Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου.
* * *
Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει• έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά».



Έτσι φανταστήκαμε τη Μοσχούλα
(κείμενο: «Όνειρο στο κύμα»)


ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

1) ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ : Ο πνιγμός της Ακριβούλας


«Κ' η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.
Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου».

2) Η ΦΟΝΙΣΣΑ : Ο πνιγμός της φόνισσας
«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ ΘΡΥΛΟΙ
1) Άνθος του Γιαλού : Ο θρύλος της Λουλούδως
2) Το αγνάντεμα : Ο θρύλος της Φλανδρώς

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΝΗΣΙΩΤΩΝ

1. «Στο Χριστό στο Κάστρο»
«Όνειρο στο κύμα»

Βοσκοί, γεωργοί και ξυλοκόποι. Άνθρωποι απλοϊκοί, αγνοί στην ψυχή, δεμένοι με τη φύση την οποία αγαπούν σα μάνα. Με βαθιά πίστη στο θεό που τον έχουν μοναδικό στήριγμα και καταφυγή στη δύσκολη ζωή τους.
Ευσεβείς ιερείς όπως ο Παπά-Φραγκούλης, οι οποίοι στέκονται πάντα δίπλα στο ποίμνιό τους με όποια μέσα διαθέτουν. Αυτοί ενδυναμώνουν την πίστη στο Θεό και την αλληλεγγύη μέσα στην κλειστή κοινωνία της Σκιάθου.

2. «Όνειρο στα χιόνια»

Απόμαχοι ναυτικοί, όπως ο μπάρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας, που έχουν βρει στερνό καταφύγιο στο νησί, προσπαθώντας να ξεχάσουν τα παλιά τους βάσανα και να επουλώσουν τις πληγές της βασανισμένης τους ζωής.

«Φόνισσα»
«Έρως – Ήρως»

Καραβομαραγκοί στους ταρσανάδες της Σκιάθου, όπου κατασκευάζονταν με εξαιρετική τέχνη όλα τα γοργοτάξιδα σκαριά των ιστιοφόρων.

Γυναίκες βασανισμένες με πολυμελείς οικογένειες, καταπιεσμένες, ταλαιπωρημένες αλλά και δυνατές. Υφαίνουν τις προίκες των κοριτσιών, βοηθούν στη γέννα τις επίτοκες, γιατρεύουν με βότανα τους αρρώστους (Φραγκογιαννού).

Κορίτσια συνεσταλμένα, ευαίσθητα και υπάκουα. Η μάνα τους τους βρίσκει ένα «καλό γαμπρό» για να τις αποκαταστήσει. Εκείνες εκτελούν την εντολή της μάνας χωρίς να έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν την προσωπική τους γνώμη ή τα αισθήματά τους (Αρχοντούλα) στο κείμενο: «Έρως – Ήρως».

Κουτσομπόλες γειτόνισσες που με κάθε ευκαιρία βγαίνουν για να σχολιάσουν τους συγχωριανούς τους (Έρως – Ήρως).

ΗΘΗ – ΕΘΙΜΑ – ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ

Από το κείμενο: «Έρως – Ήρως»

1. Τα έθιμα του γάμου και οι ευχές προς τους νεόνυμφους.
2. Οι θαλάσσιες μεταφορές με βάρκες και η επικοινωνία με τις απέναντι ακτές του Παγασητικού.
3. Τα παιχνίδια των παιδιών κοντά στη θάλασσα. Τα αγόρια από μικρά παίζουν με βάρκες και καΐκια και μαθαίνουν όλες τις μεθόδους ψαρέματος.

Από τα κείμενα: «Το αγνάντεμα»
«Στο Χριστό στο Κάστρο»

1. Οι λειτουργίες σε μακρινά ξωκλήσια. Τα τάματα των πιστών.
2. Τα «βλογούδια», δηλαδή η προσφορά άρτων σφραγισμένων με σταυρό στις οικογένειες των ιερέων κατά τη διάρκεια του Σαρανταημέρου.

Από το κείμενο: «Έρωτας στα χιόνια»

1. Το άλεσμα των σιτηρών σε Χειρόμυλους.
2. Οι ερωτευμένοι εκφράζουν τα αισθήματά τους προς την αγαπημένη τους με τραγουδάκια όπως στην περίπτωση του μπάρμπα-Γιάννου:
«Σοκάκι μου μακρύ-στενο με τη κατεβασιά σου
Κάμε κι εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου»

Από το κείμενο: «Όνειρο στο κύμα»

1. Οι βοσκοί παίζουν σουραύλι καθώς βόσκουν τα πρόβατά τους.
2. Τα «φιλέματα». Η Μοσχούλα φιλεύει το βοσκόπουλο πετιμέζι για να τον ευχαριστήσει όταν εκείνος της παίζει έναν ωραίο σκοπό με το σουραύλι του.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΚΙΑΘΙΤΕΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΑΠΕΥΘΥΝΑΜΕ

Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑΘΟΣ

1. Διαβάζουν οι σύγχρονοι σκιαθίτες, και κυρίως τα νέα παιδιά, τα έργα του Παπαδιαμάντη;

Μας απάντησαν δυο άνθρωποι: ο πρώτος είπε: «οι νεότεροι όχι τόσο, επειδή βαριούνται αλλά οι παλαιότεροι των 50 και άνω ετών, ναι». Ο δεύτερος είπε: «ναι, διαβάζονται από τους νέους και διαβάζονται και στα σχολεία της Σκιάθου. Επίσης διαβάζονται και κάθε Κυριακή στις εκδηλώσεις που γίνονται στο πολιτιστικό κέντρο».

2. Μπορούμε να βρούμε σήμερα στη Σκιάθο τα τοπωνυμία που συναντήσαμε στα διηγήματα;

Λάβαμε απάντηση από έναν άνθρωπο ο όποιος είπε πως ναι, υπάρχουν. (π.χ. το κάστρο από το διήγημα ''στο χριστό στο κάστρο'' υπάρχει.)

3. Τα πρόσωπα των διηγημάτων, καθώς και ονόματα, είναι πραγματικά ή φανταστικά;

Μας απάντησαν δυο άνθρωποι: οι απαντήσεις και των δυο ήταν πως είναι πραγματικά και πήγαζαν από τη καταγραφή του Παπαδιαμάντη, την οποία έκανε παρακολουθώντας τους ανθρώπους γύρω του. ‘Όμως, άλλες φορές τα ονόματα ήταν φανταστικά.

4. Υπάρχουν σήμερα παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ψαράς, βοσκός, ξυλοκόπος, μυλωνάς, καραβομαραγκός;

Υπάρχουν, αλλά σιγά- σιγά εξαφανίζονται.

5. Τηρούνται ακόμα τα ήθη και τα έθιμα που γνωρίσαμε στα κείμενα του Παπαδιαμάντη;

Τα περισσότερα ναι. Για παράδειγμα οι ιεροτελεστίες συνεχίζονται ακόμα. Στα εξωκλήσια το χειμώνα μαζεύεται το χωριό και ψέλνουν. Ο επιτάφιος διαρκεί από 1,5-3,5 ώρες και διασχίζουν τα σοκάκια μέχρι να συναντηθούν οι δύο εκκλησίες. Ακόμα, υπάρχουν σύλλογοι γυναικών που ασχολούνται με τη Σκιάθο.

6. Γνώρισαν κάποιοι πρόγονοι σας τον Παπαδιαμάντη;

Μια απάντηση που πήραμε ήταν πως και βέβαια τον γνώρισαν πρόγονοι του όπως η μητέρα του και η θεία του, οι οποίες του είχαν πει πως ήταν μόνος και έπινε, κάπνιζε, άκουγε και κατέγραφε διάφορα προβλήματα των χωρικών. Άλλος μας είπε πως δεν έχει ακούσει κάτι, ενώ άλλοι μας απάντησαν όχι διότι η καταγωγή τους δεν ήταν από τη Σκιάθο.

7. Υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του στη Σκιάθο; Σε ποιο ναό εκκλησιαζόταν; Σε ποιό καπηλειό σύχναζα; Με ποιούς συναναστρεφόταν;

Μας απάντησαν πως ναι, υπάρχουν. Συγκεκριμένα συναναστρεφόταν με φτωχούς και καθημερινούς ανθρώπους. Επίσης, σύχναζε σε μια ταβέρνα ακριβώς απέναντι από το σπίτι του και ήταν πολύ μοναχικός. Επίσης, πήγαινε στην εκκλησία του πατέρα του όπου έψελνε και το καπηλειό που σύχναζε ονομαζόταν «Μαρουσιώτη».


Β. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΙΑΘΟΣ

8. Ποιές είναι οι πηγές εισοδήματος στη σύγχρονη Σκιάθο;

Η απάντηση που πήραμε ήταν ο τουρισμός και η αλιεία σε πολύ μικρό βαθμό, ενώ παλιότερα η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αλιεία.

9. Υπάρχει τουρισμός (εξωτερικός-εσωτερικός); Ποιός υπερισχύει;

Πήραμε μια απάντηση πως ναι υπάρχει και οι περισσότεροι είναι ξένοι άνθρωποι. ‘Άλλοι, όμως, μας απάντησαν ότι και οι δύο υπερισχύουν.

10. Προστατεύονται τα δάση της Σκιάθου; Με ποιους τρόπους;

Πήραμε μια απάντηση πως ναι, προστατεύονται και επιπλέον πως είναι ενταγμένα σε Ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το natura κ.α.. Άλλοι μας απάντησαν πως δεν προστατεύονται όσο θα έπρεπε.

11. Υπάρχουν προβλήματα ρύπανσης των ακτών ή των εδαφών της Σκιάθου;

Πήραμε μια απάντηση πως όχι σε μεγάλο βαθμό, αφού οι ακτές προστατεύονται.

12. Υπάρχει βιολογικός καθαρισμός των λυμάτων;

Λάβαμε μια απάντηση πως ναι υπάρχει ένας και μάλιστα τελειώνει και ο δεύτερος.

13. Γίνεται ανακύκλωση;

Μας απάντησαν πως όχι, δεν γίνεται εξαιτίας της κακής οργάνωσης.

(Σχολικό έτος 2009-2010, Γυμνάσιο Κερατέας, Περιβαλλοντικό πρόγραμμα: «Γη και θάλασσα της Κερατέας: Περιήγηση στο περιβάλλον, στην τέχνη και την Ιστορία», Περιβαλλοντική ομάδα Β΄ τάξης).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου